του Παντελή Καρύκα
Από τα τέλη Οκτωβρίου 1912 οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βαλκανικών δυνάμεων είχαν και πάλι αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό είχε…
δώσει τη χαριστική βολή στην ενότητα της συμμαχίας. Για την ώρα βέβαια η παρουσία του κοινού εχθρού, επέβαλε στους Βαλκάνιους συμμάχους να τηρήσουν τα προσχήματα. Οι Βούλγαροι ήταν γνωστό ότι εποφθαλμιούσαν τη Θεσσαλονίκη.
Από τα τέλη Οκτωβρίου 1912 οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βαλκανικών δυνάμεων είχαν και πάλι αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό είχε…
δώσει τη χαριστική βολή στην ενότητα της συμμαχίας. Για την ώρα βέβαια η παρουσία του κοινού εχθρού, επέβαλε στους Βαλκάνιους συμμάχους να τηρήσουν τα προσχήματα. Οι Βούλγαροι ήταν γνωστό ότι εποφθαλμιούσαν τη Θεσσαλονίκη.
Οι Βούλγαροι άλλωστε ποτέ δεν είχαν ξεχάσει την Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878). Ποτέ δεν είχαν ξεχάσει τον Μακεδονικό Αγώνα και την ήττα τους από τους Έλληνες. Τώρα λοιπόν που τους δινόταν η ευκαιρία να κερδίσουν όλη τη Μακεδονία, δεν θα την άφηναν να πάει χαμένη. Ήταν αποφασισμένοι να κερδίσουν με τη δύναμη των όπλων τα άγια χώματα της ελληνικής Μακεδονίας. Αυτό άλλωστε επεδίωκαν από τον 7ο αιώνα μ.Χ. που ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Πωγωνάτος, τους επέτρεψε να κατοικήσουν στην περιοχή.
Ήδη από τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1912 ήταν φανερό πως ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας δεν θα αργούσε να ξεσπάσει. Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού Στρατού σημειώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1912, στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης.
Νέα επεισόδια ξέσπασαν τον Φεβρουάριο του 1913, αρχικά στην περιοχή της Αριδαίας, με τη συμμετοχή των παλαιών γνωστών, των κομιτατζήδων. Αν στην Αριδαία η μάχη αποφεύχθηκε, δεν συνέβη το ίδιο και στη Νιγρίτα και στα Νέα Κερδύλια. Στις 16 Φεβρουαρίου βουλγαρική συμμορία, υπό τον κομιτατζή Λευτέρωφ, επιτέθηκε κατά ελληνικού σκάφους που ξεφόρτωνε εφόδια για τον στρατό στο λιμάνι του χωριού των Νέων Κερδυλίων.
Η ελληνική φρουρά απάντησε στα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε και διήρκεσε επτά ώρες. Πολλοί άνδρες και από τα δύο μέρη έπεσαν. Τέσσερις μέρες αργότερα ισχυρό απόσπασμα του Βουλγαρικού Στρατού επιτέθηκε απροκάλυπτα κατά της Νιγρίτας. Ακολούθησε άγρια μάχη στην οποία οι Βούλγαροι νικήθηκαν και, ύστερα από τέσσερις μέρες αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους 150 νεκρούς και τραυματίες. Θα έρχονταν όμως και χειρότερα.
Από τα τέλη Απριλίου ως την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, στην περιοχή του Παγγαίου διεξήχθησαν κανονικές μάχες μεταξύ της VII Μεραρχίας Πεζικού και ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων. Στην περιοχή του χωριού Αγγίστα το 19ο Σύνταγμα Πεζικού της VII Μεραρχίας, έδωσε επική μάχη με διπλάσιες βουλγαρικές δυνάμεις, που υποστηρίζονταν από ιππικό και πυροβολικό.
Μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού, το σύνταγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Βούλγαροι εισήλθαν σε χωριά της περιοχής και επιδόθηκαν σε ένα όργιο αίματος, φωτιάς και λεηλασίας. Όσοι κάτοικοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν, καθώς και μερικοί δυστυχείς, βαρειά τραυματισμένοι Έλληνες στρατιώτες, σφάχτηκαν ανηλεώς. Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε να ξεσπάσει και επίσημα.
Για αυτό η ελληνική κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με την σερβική και στις 19 Μαΐου κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας. Βάσει της συνθήκης καθορίζοντο και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Οι δύο σύμμαχοι προσπάθησαν εξ αρχής να έρθουν σε συνεννόηση με τη Βουλγαρία, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Έτσι Έλληνες και Σέρβοι άρχισαν να προετοιμάζονται για τον επικείμενο πόλεμο που οι πρώην σύμμαχοί τους, τους επέβαλαν. Ως τα μέσα Ιουνίου του 1913 στη Μακεδονία είχαν συγκεντρωθεί, υπό τη διοίκηση του βασιλιά Κωνσταντίνου, 110.000 άνδρες, οι οποίοι επάνδρωναν 82 τάγματα πεζικού, 42 πυροβολαρχίες, 8 μεραρχιακές ημιλαρχίες, 8 ίλες ιππικού και 30 λόχους ασφαλείας. Όλοι γνώριζαν και όλοι, από τον βασιλιά ως τον τελευταίο στρατιώτη, ήταν έτοιμοι για τον νέο πόλεμο με τους «γουρουνάδες». Με υψηλό ηθικό και ενισχυμένος, μετά τη συγκρότηση δύο νέων μεραρχιών, ο Ελληνικός Στρατός ήταν και πάλι έτοιμος να πράξει το καθήκον του, να προασπίσει τα εθνικά δίκαια.
Αποφασισμένοι να πολεμήσουν κατά των πριν από λίγο συμμάχων τους, οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους απέναντι σε Έλληνες και Σέρβους.
Η βουλγαρική στρατιωτική ηγεσία, είτε γιατί θεωρούσε τον Σερβικό Στρατό πιο αξιόμαχο, είτε γιατί επιθυμούσε να εξοντώσει διαδοχικά τους αντιπάλους της, διέταξε την συγκέντρωση των κυρίων δυνάμεών της απέναντι στους Σέρβους.
Συγκεκριμένα, έταξε τις 1η και 3η Στρατιές της στα παλαιά σερβοβουλγαρικά σύνορα, την 4η Στρατιά στην περιοχή του Ιστίπ, την 5η Στρατιά στο Κιουστεντήλ και μόνο τη 2α Στρατιά απέναντι των Ελλήνων, στην περιοχή των Σερρών.
Η 2α Βουλγαρική Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Ιβανώφ, διέθετε δύο μεραρχίες και τρεις ταξιαρχίες πεζικού. Την 16η Ιουνίου οι Βουλγαρικές 2α και 4η Στρατιές επισημοποίησαν την έναρξη του πολέμου, επιτιθέμενες κατά των ελληνικών και των σερβικών θέσεων αντίστοιχα, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πια γεγονός.
Οι βουλγαρικές δυνάμεις αρχικά κινήθηκαν, με την υποστήριξη του πυροβολικού τους, κατά των ελληνικών στρατευμάτων νότια του Παγγαίου όρους. Τα ελληνικά προκαλυπτικά τμήματα, αφού επιβράδυναν όσο ήταν δυνατό τον εχθρό, επιβιβάστηκαν σε πλοιάρια και κατέφυγαν στη Θάσο και στο μικρό λιμάνι του Σταυρού. Άλλα ελληνικά τμήματα αποσύρθηκαν δυτικά του ποταμού Στρυμόνα.
Πιεζόμενες συνεχώς, οι ελληνικές δυνάμεις, αποσύρθηκαν σταδιακά, ως τη κύρια γραμμή αντίστασης, μεταξύ των λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης, ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν τη Θεσσαλονίκη. Την επομένη η ελληνική κυβέρνηση, πεπεισμένη για τη σοβαρότητα της κατάστασης, έδωσε εντολή να εξουδετερωθούν τα εχθρικά τμήματα που ευρίσκοντο στη Θεσσαλονίκη.
Πραγματικά την ίδια μέρα και μετά από σφοδρή σύγκρουση, οι εντός της πόλης βουλγαρικές δυνάμεις είχαν εξουδετερωθεί και 1.179 Βούλγαροι στρατιωτικοί είχαν αιχμαλωτιστεί. Άλλοι 60 Βούλγαροι είχαν σκοτωθεί. Οι ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν απώλειες 18 νεκρών και 46 τραυματιών.
Το πρωί της επομένης αφίχθη στην πόλη ο αρχιστράτηγος-βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού και αμέσως εξέδωσε διαταγή γενικής αντεπίθεσης κατά των Βουλγάρων. Από την επομένη η προέλαση των ελληνικών τμημάτων άρχισε.
Με υψηλό ηθικό ο Ελληνικός Στρατός κίνησε για την απελευθέρωση της υπόλοιπης Μακεδονίας. Σε όλο το μήκος του μετώπου, από τη Νιγρίτα ανατολικά, ως το Κιλκίς ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε. Οι Βούλγαροι , εμπρός στην ελληνική αντεπίθεση, αποσύρθηκαν σταδιακά στην κύρια αμυντική τους τοποθεσία, μεταξύ Κιλκίς και Λαχανά.
Εκεί θα δινόταν η πρώτη μάχη του νέου πολέμου, η γιγαντομαχία του Κιλκίς-Λαχανά.
Οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί στα υψώματα του Πολυκάστρου και μπροστά από την πόλη του Κιλκίς. Το αριστερό τους πλευρό στηριζόταν στην τοποθεσία του Λαχανά. Στο Κιλκίς και στο Πολύκαστρο είχαν ταχθεί δύο βουλγαρικές ταξιαρχίες πεζικού της 3ης Μεραρχίας, του Στρατηγού Σαράφωφ (16 τάγματα).
Η 1η Ταξιαρχία της 10ης Βουλγαρικής Μεραρχίας είχε αναπτυχθεί αμυντικά στον Λαχανά με 8 τάγματα, υπό τον Συνταγματάρχη Πέτεφ, μαζί με το 10ο Σύνταγμα Ιππικού. Στο άκρο αριστερό είχε ταχθεί η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Πεζικού του Συνταγματάρχη Πετρώφ, με 8 επίσης τάγματα. Τη δεύτερη μέρα της μάχης οι βουλγαρικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με μία ακόμα ταξιαρχία πεζικού.
Οι Βούλγαροι κατείχαν άριστα οργανωμένες θέσεις, με πολυβολεία, πυροβολεία και σειρές χαρακωμάτων προστατευμένες με συρματόπλεγμα. Εξάλλου από τα υψώματα που κατείχαν ήταν σε θέση να εντοπίζουν και την παραμικρή κίνηση των ελληνικών τμημάτων και να βάλουν εναντίον των με όλα τα διαθέσιμα όπλα.
Όλα αυτά όμως μικρή σημασία είχαν για τον Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος ρίχτηκε με ενθουσιασμό στη μάχη. Από το πρωί της 19ης Ιουνίου 1913, το πυροβόλο βρόντηξε στα υψώματα του Κιλκίς και του Λαχανά, κηρύσσοντας επίσημα την έναρξη της μεγάλης δίδυμης μάχης. Τρεις ελληνικές μεραρχίες , η VII, η I και η VI κινήθηκαν βόρεια απωθώντας τις εχθρικές προκαλυπτικές δυνάμεις.
Η VII Μεραρχία, μετά από σκληρό αγώνα ανάγκασε σε υποχώρηση τους απέναντί της αντιπάλους και έφτασε ως τη Νιγρίτα. Η I Μεραρχία, πολεμώντας με άγριο φανατισμό, τσάκισε τις βουλγαρικές αντιστάσεις στον Βερτίσκο και η VI Μεραρχία κινήθηκε αγνοώντας τα σφοδρά βουλγαρικά πυρά, διέσπασε τις πρώτες αμυντικές γραμμές του εχθρού και, ως το απόγευμα, είχε λάβει επαφή με την κύρια εχθρική τοποθεσία στον Λαχανά.
Το τίμημα όμως ήταν βαρύ. Πάνω από 500 άνδρες της μεραρχίας ήσαν νεκροί ή τραυματισμένοι στα γύρω υψώματα.
Δυτικότερα, στο Πολύκαστρο και στο Κιλκίς πέντε ελληνικές μεραρχίες είχαν εξορμήσει με ορμή κατά του εχθρού (ΙΙ, IV, V, III και X). Μετά από σκληρό αγώνα οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να προελάσουν προς την κύρια εχθρική τοποθεσία, παρά τα φονικά πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Ιδιαίτερα δοκιμάστηκε η V Μεραρχία, η οποία υπέστη απώλειες 1.275 ανδρών.
Στο άκρο αριστερό της ελληνικής παράταξης, η X Μεραρχία είχε κατορθώσει να προελάσει ως το χωριό Πλατανιές, βόρεια του Πολυκάστρου.
Ως το βράδυ της 19ης Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προσεγγίσει τις εχθρικές θέσεις σε απόσταση 10 χλμ. περίπου από την πόλη του Κιλκίς. Τη νύκτα η κίνησή τους σταμάτησε.
Με το πρώτο φως της 20ης Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την επίθεσή τους σε όλο το μήκος του μετώπου. Ανατολικά η VII Μεραρχία κατέλαβε τη Νιγρίτα. Η φρίκη όμως που ανακάλυψαν οι άνδρες της εισερχόμενοι στην πόλη δεν είχε προηγούμενο. Κατά την υποχώρησή τους οι Βούλγαροι είχαν κάψει την πόλη και στα αποκαΐδια είχαν αφήσει τα πτώματα των Ελλήνων κατοίκων της, σιωπηλούς μάρτυρες της θηριωδίας τους. Οι άνδρες της μεραρχίας συνέλαβαν 1.500 Βούλγαρους στρατιωτικούς αιχμαλώτους.
Την ίδια τύχη με τη Νιγρίτα είχαν, αργότερα οι Σέρρες και το Δοξάτο. Απέναντι από τον Λαχανά η I και η VI Μεραρχία συνέχισαν την επίθεσή τους και παρά τα φονικά πυρά του εχθρού πλησίασαν σε απόσταση 1.000 μέτρων από τις εχθρικές θέσεις.
Με το πρώτο φως της 20ης Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την επίθεσή τους σε όλο το μήκος του μετώπου. Ανατολικά η VII Μεραρχία κατέλαβε τη Νιγρίτα. Η φρίκη όμως που ανακάλυψαν οι άνδρες της εισερχόμενοι στην πόλη δεν είχε προηγούμενο. Κατά την υποχώρησή τους οι Βούλγαροι είχαν κάψει την πόλη και στα αποκαΐδια είχαν αφήσει τα πτώματα των Ελλήνων κατοίκων της, σιωπηλούς μάρτυρες της θηριωδίας τους. Οι άνδρες της μεραρχίας συνέλαβαν 1.500 Βούλγαρους στρατιωτικούς αιχμαλώτους.
Την ίδια τύχη με τη Νιγρίτα είχαν, αργότερα οι Σέρρες και το Δοξάτο. Απέναντι από τον Λαχανά η I και η VI Μεραρχία συνέχισαν την επίθεσή τους και παρά τα φονικά πυρά του εχθρού πλησίασαν σε απόσταση 1.000 μέτρων από τις εχθρικές θέσεις.
Στον τομέα του Κιλκίς, οι τέσσερις ελληνικές μεραρχίες συνέχισαν την κίνησή τους και κατάφεραν να προωθηθούν σε απόσταση 3,5 χλμ. από την εχθρική αμυντική γραμμή.
Δυτικά, η X Μεραρχία, κατέλαβε τη Γευγελή, αφού πρώτα απέκρουσε ισχυρή βουλγαρική επίθεση. Στο μεταξύ οι ελληνικές δυνάμεις υπέφεραν ιδιαίτερα από τα εχθρικά πυρά στις εκτεθειμένες θέσεις τους. Ύστερα μάλιστα από διήμερο αγώνα η κόπωση είχε καταστεί εξίσου επικίνδυνος εχθρός για τους Έλληνες μαχητές.
Ο αρχιστράτηγος, έχοντας ρίξει, κατά την προσφιλή του τακτική, όλες τις μεραρχίες στη μάχη κατά μέτωπο, δεν διέθετε την παραμικρή εφεδρική δύναμη για να αναζωογονήσει την επίθεση κατά του Κιλκίς. Έτσι αναγκάστηκε να αποσπάσει δυνάμεις από τις προς Λαχανά ενεργούσες μεραρχίες – ένα σύνταγμα από την I και ένα από την VI Μεραρχία – με τις οποίες φιλοδοξούσε να διασπάσει το βουλγαρικό αριστερό στην τοποθεσία του Κιλκίς.
Η X Μεραρχία, επίσης, διατάχτηκε να κινηθεί νοτιοανατολικά, πίσω από την οχυρή αμυντική γραμμή του εχθρού, στο Κιλκίς. Παράλληλα οι τέσσερις μεραρχίες του ελληνικού κέντρου διατάχτηκαν να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να καταλάβουν το Κιλκίς, το αργότερο την νύκτα της 20ης προς 21ης Ιουνίου.
Δυστυχώς η διαταγή αυτή του αρχιστρατήγου διαβιβάστηκε στις μεραρχίες αργά το απόγευμα και έτσι δεν επετεύχθη ο απαραίτητος μεταξύ τους συντονισμός ενεργειών, για την εκτόξευση νυκτερινής επίθεσης. Μόνο η II Μεραρχία προετοιμάστηκε και στις 03.30 της 21ης Ιουνίου εξόρμησε αιφνιδιαστικά κατά των εχθρικών θέσεων. Ως το ξημέρωμα η μεραρχία είχε προωθηθεί σε βάθος, απειλώντας με διάσπαση την τοποθεσία.
Τις πρώτες πρωινές ώρες το παράδειγμά της ακολούθησαν και οι άλλες τρεις μεραρχίες και στις 09.30 της 21ης Ιουνίου εισήλθαν στην πόλη του Κιλκίς, καταδιώκοντας τις υποχωρούσες βουλγαρικές δυνάμεις.
Την ίδια ώρα στο Λαχανά οι ελληνικές δυνάμεις, αφού απέκρουσαν σφοδρές βουλγαρικές αντεπιθέσεις, πέρασαν με τη σειρά τους στην επίθεση. Ύστερα από σύντομη προπαρασκευή πυροβολικού οι Έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν με τη λόγχη και τσάκισαν τη αντίσταση του εχθρού.
Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά είχε τελειώσει. Ο Ελληνικός Στρατός ήταν νικητής. Το τίμημα της νίκης ήταν όμως βαρύ. Οι απώλειες του στρατού σε νεκρούς και τραυματίες, κατά την τριήμερη μάχη, ξεπέρασαν τις 8.800 άνδρες. Οι Βούλγαροι είχαν επίσης βαρύτατες απώλειες. Περισσότεροι από 2.500 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού περιήλθαν και 19 εχθρικά πυροβόλα.
μπράβο πολύ κάλο άρθρο, ευχαριστώ παιδιά
ΑπάντησηΔιαγραφή