Ο θάνατος του γονιού είναι πάντα μια θλιβερή στιγμή, ωστόσο είναι πιο δύσκολο να την αποδεχτούμε όταν αυτός συμβαίνει «πρόωρα» και σε μια ευαίσθητη για εμάς ηλικία.
Όταν το παιδί χάνει τον ένα από τους δύο γονείς του, έρχεται
αντιμέτωπο με μία τραυματική και στρεσογόνο κατάσταση, με μια συγκλονιστική αλλαγή που αφορά όλη του τη ζωή. Κάθε παιδί αντιδράει με το δικό του τρόπο, ο οποίος εκφράζεται περισσότερο μέσα από έργα και συμπεριφορές. Είναι καλό να θυμόμαστε πως τα παιδιά θρηνούν διαφορετικά από ότι οι ενήλικες, συνήθως κατά διαστήματα, με ζωγραφιές ή μέσα από το παιχνίδι.
Κατανόηση της έννοιας του θανάτουΗ ηλικία που είναι το παιδί διαμορφώνει ως ένα βαθμό, την αντίδραση και κατανόηση του ως προς το πένθος. Ο J.Piaget (1926) έχει αποδείξει ότι το παιδί, για να αφομοιώσει πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7-8 ετών, ηλικία όπου θα έχει κατακτήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας.
Τα παιδιά, λοιπόν, προσχολικής ηλικίας (3-6 ετών) αντιλαμβάνονται την απουσία ενός σημαντικού προσώπου από το περιβάλλον τους, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα οριστικό γεγονός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε μπορεί να επιστρέψει ή ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέπτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται.
Αντίθετα, τα παιδιά σχολικής ηλικίας (7-11 ετών) κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα μη αναστρέψιμο γεγονός, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Επειδή η ιδέα της μονιμότητας του θανάτου τους δημιουργεί απέχθεια, αναπαριστούν το θάνατο σαν μια πραγματικότητα μακριά από τα ίδια (π.χ αναφέρονται σε αυτόν ως σκελετό, φάντασμα, άγγελο).
Τέλος, οι έφηβοι αντιλαμβάνονται το θάνατο ως ένα τελεσίδικο, οικουμενικό γεγονός συνειδητοποιώντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και βρίσκονται σε θέση να δώσουν μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες στο θάνατο.
Συναισθηματικές αντιδράσεις- συμπεριφοράΗ διαδικασία του πένθους είναι μία μακρόχρονη διεργασία που βοηθάει το παιδί να αποδεχθεί την πραγματικότητα της απώλειας και να προσαρμοστεί σε αυτήν. Τα κύρια στάδια της διαδικασίας είναι πέντε:
1. Αρχικό σοκ και άρνηση του συμβάντος («Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει σε εμένα»),
2. Θυμός («Είναι άδικο. Γιατί συμβαίνει σε εμένα;)
3. Διαπραγμάτευση
4. Κατάθλιψη- έντονη θλίψη
5. Αποδοχή
Τα παιδιά εκφράζουν τη θλίψη τους κυρίως ανά διαστήματα. Επειδή, δηλαδή δεν μπορούν να αντέξουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τα οδυνηρά συναισθήματα, «μεταπηδούν» εύκολα από την έντονη θλίψη και απομόνωση στη χαρά και το παιχνίδι, δίνοντας την εντύπωση ενός ασταθούς χαρακτήρα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι εκφράζουν το θρήνο τους μέσα από το παιχνίδι, τις ζωγραφιές, τις αλλαγές στο συναίσθημα (ξεσπάσματα θυμού ή κλάματος για ασήμαντο λόγο, έντονοι φόβοι αποχωρισμού αγαπημένων προσώπων), στη συμπεριφορά (μείωση της απόδοσης στο σχολείο, εσωστρέφεια, επιθετικότητα), στον ύπνο (εφιάλτες, αϋπνίες), στη διατροφή (χαμηλή όρεξη). Εξίσου συχνά είναι και τα σωματικά συμπτώματα (κεφαλαλγίες, στομαχικές διαταραχές). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Corr (1998),τα παιδιά «μιλούν» και εκφράζουν όσα δεν ξέρουν να πουν ακόμα και μέσα από το ίδιο τους το σώμα.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι συναισθηματικές αντιδράσεις που θα εκδηλώσουν τα παιδιά εξαρτώνται από παράγοντες όπως η αιτία θανάτου του γονέα, οι αντιδράσεις του γονιού που ζει, το υποστηρικτικό δίκτυο της οικογένειας, την ίδια ιδιοσυγκρασία του παιδιού και την ηλικία του. Συγκεκριμένα, όταν το παιδί είναι 7-9 ετών, είναι πιο πιθανό να βιώσει αισθήματα ενοχής, συμπτώματα κατάθλιψης και να προσπαθήσει να κρύψει τον πόνο του πίσω από προκλητικές συμπεριφορές.
Στην προεφηβική ηλικία, έχει παρατηρηθεί ότι τα περισσότερα παιδιά εκδηλώνουν ένα άγχος εγκατάλειψης, που εμφανίζεται ως μια τάση έντονης προσκόλλησης στον γονέα που του απέμεινε. Στην εφηβική ηλικία, τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου προκαλεί μια αληθινή εξέγερση, η οποία προσδίδει ακόμα δραματικότερη χροιά στην ερώτηση του εφήβου: «Γιατί;». Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στους εφήβους που βιώνουν μια τέτοια σοβαρή απώλεια, είναι η κατάθλιψή ή οι αυτοκτονικές τάσεις.
Πώς να ενημερώσουμε ένα παιδί για το θάνατο του γονιού;
Είναι πολύ δύσκολο αλλά πρωτίστως σημαντικό να ενημερωθεί το παιδί άμεσα, καθώς η καθυστέρηση ή η παροχή ψεύτικων πληροφοριών δημιουργεί σύγχυση, παρερμηνείες και φόβο, ενώ ταυτόχρονα η σιωπή αποξενώνει το παιδί από την υπόλοιπη οικογένεια.
Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε με ακρίβεια τι συνέβη, πώς συνέβη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις, όπως «πέθανε», «θάνατος» και όχι διφορούμενες, όπως «χάθηκε», «έφυγε», γιατί οι ασαφείς δηλώσεις οδηγούν σε παρερμηνείες, ειδικά στα μικρότερα παιδιά. Επιπλέον, στην ερώτηση των μικρότερων παιδιών «Τι είναι ο θάνατος;», είναι καλό να εξηγήσουμε για τις αλλαγές που υφίστανται το σώμα, όπως «Η καρδιά παύει να λειτουργεί, δεν σκέπτεται, δεν αισθάνεται και έτσι τον βάζουμε σε ένα κουτί, το φέρετρο και τον πάμε στο νεκροταφείο», με σκοπό να βοηθήσουμε το παιδί να καταλάβει την οριστική έννοια του θανάτου και μετά, εφόσον μας ρωτήσει γα το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, να μοιραστούμε μαζί του θεωρίες και ανησυχίες.
Ταυτόχρονα, είμαστε διατεθειμένοι και πρόθυμοι να απαντήσουμε με ειλικρίνεια σε κάθε του ερώτηση και τον ενημερώνουμε για το τι θα γίνει στη ζωή του από εδώ και πέρα, ποιος θα τα φροντίζει ή τι θα αλλάξει. Πρέπει να έχουμε υπομονή, καθώς τα παιδιά που πενθούν, συμβαίνει να ρωτούν σε ακατάλληλες στιγμές ή σε στιγμές που δεν είμαστε διαθέσιμοι, ακριβώς επειδή φοβούνται την απάντηση στα ερωτήματα τους.
Πώς να στηρίξουμε ένα παιδί που πενθεί;
Η έντονη ενασχόληση με το γεγονός αλλά και άρνηση έκφρασης κάθε συναισθήματος από τον γονιό που ζει και τους ανθρώπους που φροντίζουν το παιδί, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα, καθώς σημαντικές ερευνητικές ενδείξεις φανερώνουν πως αν δεν πενθήσουμε στον καιρό της απώλειας ή λίγο μετά, τότε το πένθος μπορεί να συσσωρευτεί μέσα μας, προκαλώντας συναισθηματικές δυσκολίες ή ακόμα και σωματική ασθένεια.
Προσπαθούμε, λοιπόν, να βοηθήσουμε το παιδί να εκφράσει με το δικό του τρόπο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του για το γεγονός. Μπορούμε, για παράδειγμα, να το παροτρύνουμε να δημιουργήσει ένα λεύκωμα με τις φωτογραφίες του με τον αποθανόντα γονιό ή τις ζωγραφιές, γράμματα που θα ήθελα να του δώσει.
Καλό είναι, να μοιραστούμε δικές μας ανησυχίες, εκφράζοντας με τη σειρά μας τη λύπη μας, γιατί έτσι το παιδί θα νιώσει ασφάλεια και θα εκφράσει πιο φυσικά κάθε του σκέψη. Όταν το παιδί μοιράζεται τις σκέψεις του, κατανοεί πως αυτό που του συμβαίνει ή αισθάνεται είναι μια ανθρώπινη, φυσιολογική αντίδραση.
Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί, γιατί η έντονη και υπερβολική ανησυχία και επιμονή μπορεί να στρέψει το παιδί στην απομόνωση και στο αίσθημα μοναξιάς και αβοηθησίας. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να περάσουμε το μήνυμα στο παιδί πως κατανοούμε τις ανάγκες του και είμαστε εδώ όταν μόνο του θα μας χρειαστεί και θα μας αναζητήσει.
Από την άλλη, πρέπει να φροντίσουμε για το καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού, με σκοπό να διατηρήσουμε τις συνήθειες που είχε πριν ακέραιες. Η διατροφή και ο ύπνος βοηθούν στην επαναφορά της καθημερινής ζωής σε κανονικούς ρυθμούς, γεγονός που με τη σειρά του συντελεί στην προσαρμογή του παιδιού στη νέα κατάσταση και την ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη του.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η κοινωνικότητα του παιδιού. Η παρέα των συνομηλίκων προσφέρει στο παιδί στιγμές ξέγνοιαστες και ευχάριστες, ενώ παράλληλα μπορεί να το οδηγήσει να μοιραστεί και να εξηγήσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Ταυτόχρονα, δίνει την ευκαιρία στο παιδί να επενδύσει σε νέες σχέσεις και να αντιληφθεί τη συνέχεια της ζωής.
Από την άλλη, είναι βοηθητικό να διατηρήσει το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού ζωντανή τη μνήμη του γονιού που έχει πεθάνει, διευκολύνοντας και εκπαιδεύοντας το παιδί να εκφράσει την αγάπη του για το αγαπημένο του πρόσωπο. Γενικά, ερεθίσματα που έχουν σχέση με το «θάνατο», βιβλία που σχετίζονται με το βίωμα της απώλειας ή εικόνες οδηγούν το παιδί στην εκ νέου επαφή με το θλιβερό γεγονός και στην εκ νέου διαχείριση και κατανόηση.
Είναι καλό να θυμόμαστε πως για να στηρίξουμε το παιδί που πενθεί, όταν και εμείς οι ίδιοι πενθούμε, πρέπει να αποτελέσουμε εμείς το παράδειγμα προς μίμηση, εκφράζοντας και ελέγχοντας το δικό μας πόνο και φόβο, φροντίζοντας παράλληλα και τις δικές μας ανάγκες, ζητώντας πρώτα εμείς, όπου χρειαζόμαστε, φροντίδα και στήριξη από αγαπημένα πρόσωπα και υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας πως εμείς είμαστε οι «ενήλικες».
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως η διαδικασία του πένθους είναι μια επίπονη διαδικασία και η ανάμνηση ενός αγαπημένου προσώπου που πέθανε «πρόωρα» φέρνει πάντα μια αίσθηση πικρίας, καθώς όταν ένα αγαπημένο σε μας πρόσωπο πεθαίνει δεν αισθανόμαστε μόνο ότι το έχουμε χάσει ή θα μας λείψει μόνο σε σωματικό επίπεδο, αλλά νιώθουμε ότι χάνουμε και όλες τις στιγμές που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και να μοιραστούμε με αυτόν τον άνθρωπο στο μέλλον. Για αυτό και το σημαντικότερο έργο των ανθρώπων που φροντίζουν ένα παιδί που έχει χάσει τον γονιό του, είναι να το εκπαιδεύσουν να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την απώλεια και να ζήσει με αυτήν. Εξάλλου, ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή και η αγάπη μπορεί να διατηρήσει ακέραιη την μνήμη των αγαπημένων μας προσώπων
Όταν το παιδί χάνει τον ένα από τους δύο γονείς του, έρχεται
αντιμέτωπο με μία τραυματική και στρεσογόνο κατάσταση, με μια συγκλονιστική αλλαγή που αφορά όλη του τη ζωή. Κάθε παιδί αντιδράει με το δικό του τρόπο, ο οποίος εκφράζεται περισσότερο μέσα από έργα και συμπεριφορές. Είναι καλό να θυμόμαστε πως τα παιδιά θρηνούν διαφορετικά από ότι οι ενήλικες, συνήθως κατά διαστήματα, με ζωγραφιές ή μέσα από το παιχνίδι.
Κατανόηση της έννοιας του θανάτουΗ ηλικία που είναι το παιδί διαμορφώνει ως ένα βαθμό, την αντίδραση και κατανόηση του ως προς το πένθος. Ο J.Piaget (1926) έχει αποδείξει ότι το παιδί, για να αφομοιώσει πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7-8 ετών, ηλικία όπου θα έχει κατακτήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας.
Τα παιδιά, λοιπόν, προσχολικής ηλικίας (3-6 ετών) αντιλαμβάνονται την απουσία ενός σημαντικού προσώπου από το περιβάλλον τους, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα οριστικό γεγονός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε μπορεί να επιστρέψει ή ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέπτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται.
Αντίθετα, τα παιδιά σχολικής ηλικίας (7-11 ετών) κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα μη αναστρέψιμο γεγονός, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Επειδή η ιδέα της μονιμότητας του θανάτου τους δημιουργεί απέχθεια, αναπαριστούν το θάνατο σαν μια πραγματικότητα μακριά από τα ίδια (π.χ αναφέρονται σε αυτόν ως σκελετό, φάντασμα, άγγελο).
Τέλος, οι έφηβοι αντιλαμβάνονται το θάνατο ως ένα τελεσίδικο, οικουμενικό γεγονός συνειδητοποιώντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και βρίσκονται σε θέση να δώσουν μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες στο θάνατο.
Συναισθηματικές αντιδράσεις- συμπεριφοράΗ διαδικασία του πένθους είναι μία μακρόχρονη διεργασία που βοηθάει το παιδί να αποδεχθεί την πραγματικότητα της απώλειας και να προσαρμοστεί σε αυτήν. Τα κύρια στάδια της διαδικασίας είναι πέντε:
1. Αρχικό σοκ και άρνηση του συμβάντος («Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει σε εμένα»),
2. Θυμός («Είναι άδικο. Γιατί συμβαίνει σε εμένα;)
3. Διαπραγμάτευση
4. Κατάθλιψη- έντονη θλίψη
5. Αποδοχή
Τα παιδιά εκφράζουν τη θλίψη τους κυρίως ανά διαστήματα. Επειδή, δηλαδή δεν μπορούν να αντέξουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τα οδυνηρά συναισθήματα, «μεταπηδούν» εύκολα από την έντονη θλίψη και απομόνωση στη χαρά και το παιχνίδι, δίνοντας την εντύπωση ενός ασταθούς χαρακτήρα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι εκφράζουν το θρήνο τους μέσα από το παιχνίδι, τις ζωγραφιές, τις αλλαγές στο συναίσθημα (ξεσπάσματα θυμού ή κλάματος για ασήμαντο λόγο, έντονοι φόβοι αποχωρισμού αγαπημένων προσώπων), στη συμπεριφορά (μείωση της απόδοσης στο σχολείο, εσωστρέφεια, επιθετικότητα), στον ύπνο (εφιάλτες, αϋπνίες), στη διατροφή (χαμηλή όρεξη). Εξίσου συχνά είναι και τα σωματικά συμπτώματα (κεφαλαλγίες, στομαχικές διαταραχές). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Corr (1998),τα παιδιά «μιλούν» και εκφράζουν όσα δεν ξέρουν να πουν ακόμα και μέσα από το ίδιο τους το σώμα.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι συναισθηματικές αντιδράσεις που θα εκδηλώσουν τα παιδιά εξαρτώνται από παράγοντες όπως η αιτία θανάτου του γονέα, οι αντιδράσεις του γονιού που ζει, το υποστηρικτικό δίκτυο της οικογένειας, την ίδια ιδιοσυγκρασία του παιδιού και την ηλικία του. Συγκεκριμένα, όταν το παιδί είναι 7-9 ετών, είναι πιο πιθανό να βιώσει αισθήματα ενοχής, συμπτώματα κατάθλιψης και να προσπαθήσει να κρύψει τον πόνο του πίσω από προκλητικές συμπεριφορές.
Στην προεφηβική ηλικία, έχει παρατηρηθεί ότι τα περισσότερα παιδιά εκδηλώνουν ένα άγχος εγκατάλειψης, που εμφανίζεται ως μια τάση έντονης προσκόλλησης στον γονέα που του απέμεινε. Στην εφηβική ηλικία, τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου προκαλεί μια αληθινή εξέγερση, η οποία προσδίδει ακόμα δραματικότερη χροιά στην ερώτηση του εφήβου: «Γιατί;». Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στους εφήβους που βιώνουν μια τέτοια σοβαρή απώλεια, είναι η κατάθλιψή ή οι αυτοκτονικές τάσεις.
Πώς να ενημερώσουμε ένα παιδί για το θάνατο του γονιού;
Είναι πολύ δύσκολο αλλά πρωτίστως σημαντικό να ενημερωθεί το παιδί άμεσα, καθώς η καθυστέρηση ή η παροχή ψεύτικων πληροφοριών δημιουργεί σύγχυση, παρερμηνείες και φόβο, ενώ ταυτόχρονα η σιωπή αποξενώνει το παιδί από την υπόλοιπη οικογένεια.
Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε με ακρίβεια τι συνέβη, πώς συνέβη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις, όπως «πέθανε», «θάνατος» και όχι διφορούμενες, όπως «χάθηκε», «έφυγε», γιατί οι ασαφείς δηλώσεις οδηγούν σε παρερμηνείες, ειδικά στα μικρότερα παιδιά. Επιπλέον, στην ερώτηση των μικρότερων παιδιών «Τι είναι ο θάνατος;», είναι καλό να εξηγήσουμε για τις αλλαγές που υφίστανται το σώμα, όπως «Η καρδιά παύει να λειτουργεί, δεν σκέπτεται, δεν αισθάνεται και έτσι τον βάζουμε σε ένα κουτί, το φέρετρο και τον πάμε στο νεκροταφείο», με σκοπό να βοηθήσουμε το παιδί να καταλάβει την οριστική έννοια του θανάτου και μετά, εφόσον μας ρωτήσει γα το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, να μοιραστούμε μαζί του θεωρίες και ανησυχίες.
Ταυτόχρονα, είμαστε διατεθειμένοι και πρόθυμοι να απαντήσουμε με ειλικρίνεια σε κάθε του ερώτηση και τον ενημερώνουμε για το τι θα γίνει στη ζωή του από εδώ και πέρα, ποιος θα τα φροντίζει ή τι θα αλλάξει. Πρέπει να έχουμε υπομονή, καθώς τα παιδιά που πενθούν, συμβαίνει να ρωτούν σε ακατάλληλες στιγμές ή σε στιγμές που δεν είμαστε διαθέσιμοι, ακριβώς επειδή φοβούνται την απάντηση στα ερωτήματα τους.
Πώς να στηρίξουμε ένα παιδί που πενθεί;
Η έντονη ενασχόληση με το γεγονός αλλά και άρνηση έκφρασης κάθε συναισθήματος από τον γονιό που ζει και τους ανθρώπους που φροντίζουν το παιδί, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα, καθώς σημαντικές ερευνητικές ενδείξεις φανερώνουν πως αν δεν πενθήσουμε στον καιρό της απώλειας ή λίγο μετά, τότε το πένθος μπορεί να συσσωρευτεί μέσα μας, προκαλώντας συναισθηματικές δυσκολίες ή ακόμα και σωματική ασθένεια.
Προσπαθούμε, λοιπόν, να βοηθήσουμε το παιδί να εκφράσει με το δικό του τρόπο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του για το γεγονός. Μπορούμε, για παράδειγμα, να το παροτρύνουμε να δημιουργήσει ένα λεύκωμα με τις φωτογραφίες του με τον αποθανόντα γονιό ή τις ζωγραφιές, γράμματα που θα ήθελα να του δώσει.
Καλό είναι, να μοιραστούμε δικές μας ανησυχίες, εκφράζοντας με τη σειρά μας τη λύπη μας, γιατί έτσι το παιδί θα νιώσει ασφάλεια και θα εκφράσει πιο φυσικά κάθε του σκέψη. Όταν το παιδί μοιράζεται τις σκέψεις του, κατανοεί πως αυτό που του συμβαίνει ή αισθάνεται είναι μια ανθρώπινη, φυσιολογική αντίδραση.
Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί, γιατί η έντονη και υπερβολική ανησυχία και επιμονή μπορεί να στρέψει το παιδί στην απομόνωση και στο αίσθημα μοναξιάς και αβοηθησίας. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να περάσουμε το μήνυμα στο παιδί πως κατανοούμε τις ανάγκες του και είμαστε εδώ όταν μόνο του θα μας χρειαστεί και θα μας αναζητήσει.
Από την άλλη, πρέπει να φροντίσουμε για το καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού, με σκοπό να διατηρήσουμε τις συνήθειες που είχε πριν ακέραιες. Η διατροφή και ο ύπνος βοηθούν στην επαναφορά της καθημερινής ζωής σε κανονικούς ρυθμούς, γεγονός που με τη σειρά του συντελεί στην προσαρμογή του παιδιού στη νέα κατάσταση και την ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη του.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η κοινωνικότητα του παιδιού. Η παρέα των συνομηλίκων προσφέρει στο παιδί στιγμές ξέγνοιαστες και ευχάριστες, ενώ παράλληλα μπορεί να το οδηγήσει να μοιραστεί και να εξηγήσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Ταυτόχρονα, δίνει την ευκαιρία στο παιδί να επενδύσει σε νέες σχέσεις και να αντιληφθεί τη συνέχεια της ζωής.
Από την άλλη, είναι βοηθητικό να διατηρήσει το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού ζωντανή τη μνήμη του γονιού που έχει πεθάνει, διευκολύνοντας και εκπαιδεύοντας το παιδί να εκφράσει την αγάπη του για το αγαπημένο του πρόσωπο. Γενικά, ερεθίσματα που έχουν σχέση με το «θάνατο», βιβλία που σχετίζονται με το βίωμα της απώλειας ή εικόνες οδηγούν το παιδί στην εκ νέου επαφή με το θλιβερό γεγονός και στην εκ νέου διαχείριση και κατανόηση.
Είναι καλό να θυμόμαστε πως για να στηρίξουμε το παιδί που πενθεί, όταν και εμείς οι ίδιοι πενθούμε, πρέπει να αποτελέσουμε εμείς το παράδειγμα προς μίμηση, εκφράζοντας και ελέγχοντας το δικό μας πόνο και φόβο, φροντίζοντας παράλληλα και τις δικές μας ανάγκες, ζητώντας πρώτα εμείς, όπου χρειαζόμαστε, φροντίδα και στήριξη από αγαπημένα πρόσωπα και υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας πως εμείς είμαστε οι «ενήλικες».
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως η διαδικασία του πένθους είναι μια επίπονη διαδικασία και η ανάμνηση ενός αγαπημένου προσώπου που πέθανε «πρόωρα» φέρνει πάντα μια αίσθηση πικρίας, καθώς όταν ένα αγαπημένο σε μας πρόσωπο πεθαίνει δεν αισθανόμαστε μόνο ότι το έχουμε χάσει ή θα μας λείψει μόνο σε σωματικό επίπεδο, αλλά νιώθουμε ότι χάνουμε και όλες τις στιγμές που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και να μοιραστούμε με αυτόν τον άνθρωπο στο μέλλον. Για αυτό και το σημαντικότερο έργο των ανθρώπων που φροντίζουν ένα παιδί που έχει χάσει τον γονιό του, είναι να το εκπαιδεύσουν να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την απώλεια και να ζήσει με αυτήν. Εξάλλου, ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή και η αγάπη μπορεί να διατηρήσει ακέραιη την μνήμη των αγαπημένων μας προσώπων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου